Η φυσαρμόνικα
- Βασίλης Κοκκότης
- 29 Νοε
- διαβάστηκε 2 λεπτά
Ξημερώματα Σαββάτου, στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, προχωρώ νωχελικά προς τον έλεγχο. Δεν έχει πολύ κόσμο και κατευθύνομαι προς τον τελευταίο διάδρομο, με αριθμό 13. Χαμογελώ, σκεπτόμενος πως κανείς προληπτικός, πριν από πτήση, δεν θα προτιμούσε τον συγκεκριμένο διάδρομο. Παίρνω δύο από τις ειδικές λεκάνες και βάζω πάνω τους ζώνη, κινητό, πορτοφόλι, laptop, μπουφάν, σακίδιο. Έχει γίνει συνήθεια πια.

Περνώ από την πύλη∙ δεν χτυπά φυσικά τίποτα και κατευθύνομαι προς την κορδέλα να πάρω τα πράγματά μου.
Η υπάλληλος στην οθόνη δείχνει κάτι που της έχει τραβήξει την προσοχή σε έναν μεγαλύτερης ηλικίας συνάδελφό της, και εκείνος έρχεται με ευγένεια να μου ζητήσει να ελέγξει το σακίδιό μου, αναζητώντας ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο. Προσπάθησα να θυμηθώ αν, για μία ακόμη φορά, είχα ξεχάσει μέσα στο σακίδιό μου τον ελβετικό σουγιά, που έχω αναγκαστεί να ξαναγοράσω στο παρελθόν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όχι∙ ήμουν σίγουρος πως τον είχα βγάλει πριν το ταξίδι. Συνεχίζοντας να ψάχνω στο σακίδιό μου, προσπαθούσα να ανασύρω στη μνήμη όλα τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να είχαν βαφτεί κόκκινα στην οθόνη του ραντάρ του αεροδρομίου.
Είχα φτάσει πια στη μικρή πλαϊνή τσέπη. Άνοιξα το φερμουάρ και έβαλα το χέρι μου μέσα. Αμέσως κατάλαβα. Έβγαλα αργά ένα μικρό κουτί που έκρυβε μέσα του μια μικρή φυσαρμόνικα Hohner, φτιαγμένη από μέταλλο και ξύλο – σύντροφός στις περιπλανήσεις μου, ανάμνηση της συνάντησής μου με τον Φαροφύλακα . Την άνοιξα και φύσηξα μέσα της τρεις νότες…
Ο υπάλληλος στον έλεγχο, κάπου 7–8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα, με κοίταξε στα μάτια.«Είχα πολύ καιρό να ακούσω αυτόν τον ήχο», μου είπε, και προσπάθησε να συνεχίσει ψελλίζοντας κάτι αχνά∙ κάτι που έμοιαζε με το «να ήξερες τι μου θύμισες». Τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα σαν αίμα και στον λαιμό του πνίγονταν λυγμοί. Κούνησε τα χέρια∙ δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ένιωσα πως θέλησε να μ’ αγκαλιάσει μα κρατήθηκε. Τον χαιρέτησα με συγκίνηση και, αφού έκανα δύο βήματα, τον είδα να επιστρέφει βιαστικά πίσω στην οθόνη, προσπαθώντας να κρύψει το πρόσωπό του από τους προσηλωμένους συναδέλφους του και τους αδιάφορους ταξιδιώτες.
Μια τυχαία (;) συνάντηση. Ένας διάδρομος με το νούμερο 13. Ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης που κουβαλούσε μαζί του μια φυσαρμόνικα. Ένας περιποιημένος και προσεκτικός ελεγκτής . Δυο νότες που ξύπνησαν ανεπίστρεπτες μνήμες και μια μοναδική σύνδεση, που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι που έγινε αιώνια…
«Γύρισα προς τον φάρο και έκλεισα τα μάτια μου, να νιώσω βαθιά την αιώνια εκείνη στιγμή, να την περάσω από μέσα μου, κρατώντας σαν χρυσοθήρας την ουσία της για πάντα στην κρησάρα της ψυχής μου. Εδώ, σ’ αυτόν τον απόμακρο φάρο, σ’ έναν άγνωρο σαγηνευτικό τόπο, σε μια κοσμική χρονοδίνη, όπου χρόνος και χώρος δεν μπορούν να κατανοηθούν όπως τους αντιλαμβανόμαστε.Εκεί, σε μια απροσδιόριστη στιγμή, όταν το φως και το σκότος, η φύση και ο άνθρωπος, η γη, η θάλασσα και ο αέρας, το σύμπαν ολόκληρο σε χορό, και μία μοναχική ανθρώπινη πορεία, περικλείονταν αρμονικά σε μια παλιά μελωδία με φυσαρμόνικα.»
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ο Φαροφύλακας»
Ατραπός – Εκδόσεις Ενύπνιο




Σχόλια