Τόπος ξερός , άνυδρος, έρμαιο των σκληρών ανέμων και της κάψας του ήλιου.
Η γη του κατακτημένη , παραδομένη σε αλλότριους σκοπούς , έρημη πια , σταφιδιασμένη έσπαζε σε κάθε μου βήμα.
Ο βροχές την προσπερνούσαν σαν τιμωρία για την ανόσια στάση της αφήνοντάς την να διψά αιώνια σιμά στο αλμυρό νερό της θάλασσας που την χτυπούσε απ άκρη σ άκρη της.
Έγειρα αποκαμωμένος στην σκιά ενός λυγερού ευκάλυπτου να ξαποστάσω ξεγελώντας την πνιγηρή σιωπή στο θρόισμα των φύλλων.
Σήκωσα τα μάτια μου και αντίκρισα μια μικρή δροσοσταλιά , να πάλλεται με το φύσημα του ανέμου στην άκρη ενός φύλλου. Μοναχική, μυστηριώδης , ανεξήγητη παρουσία ,αγέρωχη να διαψεύδει τα φαινόμενα με την αναπάντεχη ύπαρξή της σε έναν τόπο που απώλεσε την δροσιά του.
Πλησίασα με δέος ν αντικρίσω το θαύμα αυτό , κρατώντας την ανάσα μου μήπως και την ταράξω . Μα η θωριά μου θάμπωσε γοργά και τότε ξέσπασα σε κλάμα .
Σαν σκούπισα τα μάτια μου , δεν ήταν πια εκεί . Έσμιξε με τα δάκρυα μου και έπεσαν μαζί στο χώμα αγκαλιασμένα να το ποτίσουν με την δροσιά και την αρμύρα τους.
Comments