Πριν από 50 χρόνια, την Πρωτομαγιά του 1968 εν μέσω Χούντας ένας άντρας στάθηκε στην μέση των Καλαβρύτων και γιόρτασε ολομόναχος την ημέρα της εργατικής πρωτομαγιάς ,χορεύοντας με ένα μπουκέτο μανουσάκια στο χέρι. Ο άντρας αυτός ονομαζόταν Βασίλης Φ Κοκκοτης…. ήταν ο παππούς μου και αυτή είναι η ιστορία του όπως ενέπνευσε το διήγημα «Φλεγόμενη Κάμινος» και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη
«Φλεγόμενη κάμινος» Ήταν ακόμη νύχτα όταν ο Βασίλης σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ντύθηκε αθόρυβα για να μην ξυπνήσει την Γεωργία και τα παιδιά. Κάθε μέρα συνήθιζε να σηκώνεται νωρίς ,το βράδυ αυτό όμως δεν έκλεισε μάτι .Στριφογύριζε στο κρεβάτι όλη τη νύχτα χωρίς να μπορεί να βρει την γαλήνη που χρειαζόταν για να κοιμηθεί. Βγαίνοντας από την εξώπορτα αγνάντεψε προς τον ουρανό ζητώντας να βρει το αστέρι που αγαπούσε πιο πολύ από μικρό παιδί, τον Αυγερινό. Ένιωθε σαν το αντίκριζε μια χαρά κρυφή, πέρα για πέρα ανεξήγητη , μια γλυκιά αισιοδοξία .Έτσι φανταζόταν ο Βασίλης την μέρα εκείνη, που οι άνθρωποι όλου του κόσμου θα γίνονταν ίσοι ,θα γίνονταν λέει αδέλφια και θα μοιράζονταν δίκαια όλα τα αγαθά που δίνει η γη. Εκείνο το πρωί θα σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό και θα αντίκριζε τον πιο λαμπρό Αυγερινό της ιστορίας να αναγγέλλει την πιο όμορφη μέρα τη ανθρωπότητας. "Είναι νωρίς ακόμα" σκέφτηκε και άρχισε αυτόματα να βυθίζεται ξανά στους λογισμούς της νύχτας που πέρασε καθώς κατέβαινε την σκάλα που οδηγούσε στο εργαστήρι που διατηρούσε στο ισόγειο του σπιτιού του. Άναψε την λάμπα και κατευθύνθηκε μηχανικά στον νιπτήρα. Έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του και κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Ακόμα και στο αχνό φως που δημιουργεί η λάμπα μπορούσε να διακρίνει στο πρόσωπό του ζωγραφισμένα τα σημάδια της αϋπνίας και στα μάτια του το ίδιο πικρό βλέμμα που δεν τον εγκατέλειπε όλους αυτούς τους 9 μήνες που είχε γυρίσει ζωντανός από το στρατοδικείο στην Τρίπολη. Αυτό τον καιρό δεν τον είδε κανείς να γελάει ,ούτε όρεξη για πολλές κουβέντες είχε. Μόνο σκυμμένος πάνω από το καμίνι δούλευε σιωπηλά , ακατάπαυστα ,απορροφημένος στην φωτιά σαν σε ιεροτελεστία. Κοιτάζοντάς τον κανείς να δουλεύει δεν θωρούσε πια τεχνίτη, μα παλαιστή. Δεν ένιωθε ένα, αλλά δυο καμίνια να καίνε . Έξω το ορατό καμίνι του καλαϊτζή, με τον τεχνίτη να κατεργάζεται το μέταλλο. Μέσα του το αόρατο , επτά φορές δυνατότερο σαν την φλεγόμενη κάμινο του Ναβουχοδονόσωρ στην πεδιάδα Δουρά . Με το πρώτο να τον καίει και το δεύτερο να τον κατατρώει. Πήρε τα μάτια του από τον καθρέφτη μουρμουρίζοντας κάτι που έμοιαζε με ανάθεμα και άναψε τη φωτιά βάζοντας ένα κατσαρόλι νερό να ζεστάνει .Κίνησε κατά την πόρτα που έβλεπε προς την αγορά. Δεν είχε αρχίσει καλά καλά να ξημερώνει και οι πρώτοι χωριάτες με τα γαϊδουριά φορτωμένα κοφίνια, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Μια χούφτα οικοδόμοι ανακατεμένοι με εργάτες από το κοντινό εργοστάσιο , κατευθύνονταν σκυφτοί με τα χέρια στις τσέπες κατά τον καφενέ της πλατείας όπως συνήθιζαν κάθε πρωί πριν από την δουλειά. "Για ’σας είναι η μέρα σήμερα" ψιθύρισε ο Βασίλης καθώς με γρήγορες αλλά αποφασιστικές κινήσεις κρέμαγε έξω απ την πόρτα μια αυτοσχέδια ταμπέλα από τσίγκο που έγραφε με κόκκινα γράμματα "Κλειστόν". Γύρισε στο νερό που είχε αρχίσει να ζεσταίνει και άρχισε να φτιάχνει την σαπουνάδα για το ξύρισμα." Σήμερα είναι γιορτή" μονολόγησε .Μάλιστα είχε μηνύσει από το προηγούμενο βράδυ της Γεωργίας να μην σηκώσει τα παιδιά να πάνε σχολείο. "Είναι η γιορτή του εργάτη σύντροφοι" ξανάπε με την τελευταία λέξη να ακούγεται σαν παράκληση . "Σύντροφοι..." Πόσο καιρό στ αλήθεια είχε να τους αισθανθεί έτσι; Το βλέμμα του έδειξε να χάνεται καθώς ταξίδευε πίσω στο χρόνο στις απαρχές του κινήματος τότε που η «Ιδέα» μιας δίκαιης κοινωνίας είχε ενεργοποιήσει τις καρδιές τόσων φτωχών ανθρώπων και τόλμησαν να ονειρευτούν. Ενωμένοι έδωσαν αγώνες , πέρασαν κακουχίες , εξορίες , φυλακίσεις και κάποιοι απ αυτούς τον θάνατο. Βλέπεις ο κίνδυνος χαλυβδώνει την δύναμη του ανθρώπου και η αίσθηση του αγώνα για τη δικαιοσύνη εκκρίνει μια μεγάλη δόση αλτρουισμού. Είχε χρόνια να νιώσει έτσι για τους συντρόφους του και κάθε φορά που το φερνε στο μυαλό του δάκρυζε. «Έτσι θα’πρεπε να είναι τα πράγματα μεταξύ μας» έλεγε και αναπολούσε «έτσι ήταν τα πράγματα στην αρχή.» Σαν ερχόντουσαν χαμπέρια απ τον βορά για τους συντρόφους που κατάφεραν και ανέτρεψαν τους τυράννους και ήσαν πια όλοι ίσοι, αναθάρρευαν κι οι αγωνιστές εδώ , βαστούσαν με ελπίδα τους διωγμούς και ονειρεύονταν την μέρα που η «Ιδέα» θα επικρατήσει σε όλη την πλάση .Τότε που κι οι φτωχοί θα τρώνε με χρυσά κουτάλια. Τον Βασίλη δεν τον ένοιαξαν ποτέ τα κουτάλια. Μόνο πως όλοι οι άνθρωποι θα τρώνε ίσα , είτε λίγα είτε πολλά, ότι τους δίνει η γη , του έφτανε. Στο πρόσωπό του άθελά διαγράφηκε ένα αχνό χαμόγελο σαν τις πρώτες αχτίδες του ήλιου που έσκασαν εκείνη τη στιγμή πάνω από το φράγκικο κάστρο σημαίνοντας τη μέρα. Όμως δεν κράτησε για πολύ όπως το "όνειρο του δίκαιου κόσμου" που με τα χρόνια για πολλούς άρχισε να φθίνει. Ήρθε και ο εμφύλιος να σπείρει το μίσος. Πέρασαν τα χρόνια ,χάθηκε η δροσιά της «Ιδέας» περί ισότητας και αδελφοσύνης. Στην θέση της ακούγονταν άλλες λέξεις πιο χωμάτινες. Εκδίκηση , εξουσία , κόμμα , όπλα, διάστημα . Ο Βασίλης έσβησε την λάμπα και πήγε στην πίσω αυλή για να ξυριστεί. Κοίταξε ξανά το πρόσωπό του στον καθρέφτη, αυτή την φορά κατάματα. Σήκωσε το ξυράφι... Εντωμεταξύ η Γεωργία είχε σηκωθεί και του ετοίμαζε τον καφέ. Ήταν πολύ ανήσυχη εκείνο το πρωί. Όλη τη νύχτα τον ένιωθε να γυρίζει στο κρεβάτι χωρίς να βρίσκει ανάπαυση. Δεν ήξερε γιατί ,μα φοβόταν πως ο Βασίλης κάτι ετοίμαζε. Είχε περάσει τόσα όλα αυτά τα χρόνια που δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να ησυχάσει και αυτή όπως όλες οι άλλες γυναίκες και να κοιτάξει τα παιδία της και την οικογένειά της χωρίς να ζει με τον φόβο. Τι παράλογο ζητούσε ; Μπαίνοντας στο εργαστήριο το μάτι της έπεσε πάνω στο ημερολόγιο του τοίχου και έκανε να κόψει το χαρτάκι όπως κάθε πρωί .Το βλέμμα της κόλλησε πάνω στην ημερομηνία: Τετάρτη 1 Μαΐου 1968... - "Καλημέρα Γεωργία ". Ακούστηκε η φωνή του Βασίλη που μόλις έμπαινε από την αυλή φρεσκοξυρισμένος. - "Καλό μήνα Βασίλη" .Έκαμε αυτή λίγο αλαφιασμένα σαν να ξύπνησε απότομα απ τις σκέψεις της. -"Καλή Πρωτομαγιά" της απάντησε και την κοίταξε στα μάτια σαν να την τρυπούσε καθώς έπαιρνε απ τα χέρια της το φλιτζάνι με τον καφέ. Την ώρα εκείνη κάποιες σκιές κουνήθηκαν στην εξώπορτα κατά την αγορά. Κάποιοι χωριάτες είχαν φέρει δοχεία για γάνωμα με τα γαϊδούρια και μιλούσαν φωναχτά όπως συνηθίζουν αναμεταξύ τους. -"Ήρθαν πελάτες δεν θα ανοίξεις καθόλου σήμερα;" έκανε η Γεωργία δήθεν ανήξερη. Ο Βασίλης την κοίταξε λοξά με ματιά που έκανε για χίλιες απαντήσεις. Γύρισε και κάθισε μπροστά στο ραδιόφωνο, ένα παλιό επιτραπέζιο Philips .Έψαξε λίγο στην σωστή συχνότητα και συγχρόνως χαμήλωσε την ένταση στο ελάχιστο κοιτάζοντας ελαφρός συνωμοτικά προς την εξώπορτα. Δεν ακουγόταν κάτι εκτός από παράσιτα. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν νωρίς ακόμα. Γύρισε την βελόνα στη συχνότητα της Αθήνας , άκουσε εμβατήρια. -"Τέρατα" είπε καθώς έκλεινε σχεδόν με αγανάκτηση το ραδιόφωνο. Φρόντιζε πάντα η βελόνα να δείχνει τον κρατικό σταθμό όταν έκλεινε το ραδιόφωνο μιας και από καιρό σε καιρό είχε επισκέψεις από την χωροφυλακή ,που εκτός ότι τον έκαναν άνω κάτω ,δεν παρέλειπαν να τσεκάρουν κάθε φορά το ραδιόφωνο καχύποπτα λόγο «της γνωστής ιστορίας...» Η Γεωργία τον κοίταζε φουρκισμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως μετά από τόσες περιπέτειες με το ραδιόφωνο αυτός συνέχιζε να ακούει τον παράνομο σταθμό απ το Βελιγράδι. - "Αυτό θα μας φάει Βασίλη" είπε με αγανάκτηση "Αυτό και η απερισκεψία σου. Ξεχνάς όσα περάσαμε πέρυσι που σε μπαγλαρώσανε για δαύτο; Θα σε τουφεκίζανε κακομοίρη και τι θα γινόμασταν εγώ και τα παιδιά. Μας σκέφτηκες ποτέ;" -"Αν δεν σας σκεφτόμουν δεν θα έλεγα ότι είπα στο στρατοδικείο ...» -"Βασίλη.." φώναξε σχεδόν ικετευτικά σαν πνιγμένη η Γεωργία "Σώθηκες και έσωσες την οικογένεια σου! Αυτό ήταν το χρέος σου. Αυτό είναι το χρέος του κάθε άντρα, η οικογένεια. Δεν θέλω να αλλάξεις αυτό που είσαι. Να μην εκτίθεσαι σου ζητάω και βάζεις όλη την οικογένεια σε κίνδυνο. Τα παιδιά μεγαλώνουν σταμπαρισμένα .Οι χωροφύλακες μια αφορμή ζητάνε για να σε φάνε." Ο Βασίλης δεν της απάντησε , κούνησε μόνο το κεφάλι και χάθηκε μέσα στις σκέψεις του, Η Γεωργία τον κοίταζε με απόγνωση για λίγα δευτερόλεπτα πριν φύγει για να ετοιμάσει το πρόγευμα των παιδιών. Γύρισε και την κοίταξε κι αυτός καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Ήταν ακόμα όμορφη, τόσο που τα χρόνια έμοιαζαν να μην την έχουν αγγίξει. Ήταν γύρω στα σαράντα , ώριμη πια , με μια γοητεία ιδιαίτερη που αναδύεται σε αυτή την ηλικία και παρά τις τόσες γέννες και την όχι εύκολη ζωή έδειχνε πολύ ελκυστική γυναίκα. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί ξανά για κανέναν λόγο όμως δεν άντεχε να «κονταίνει» άλλο. Έλεγε συχνά ο Βασίλης πως ο άνθρωπος με τις πράξεις του άλλοτε ψηλώνει και άλλοτε κονταίνει. Έτσι ονόμαζε με λόγια απλά , χωριάτικα , το ύψιστο ανθρώπινο μέτρο που ονομάζουμε ηθικό ανάστημα και από την μέρα της απολογίας του στο στρατοδικείο στην Τρίπολη αισθανότανε νάνος. Χώθηκε λοιπόν όλους αυτούς τους μήνες στο λαγούμι του, παλεύοντας με τις τρεις κόρες τις Νύχτας και του Ουρανού, αυτές που οι αρχαίοι ονόμαζαν Ερινύες . Πόσες φορές δεν προσπάθησε να λογικέψει τον εαυτό του πως έπραξε συνετά. Κάποιες φορές μάλιστα έμοιαζε να τα καταφέρνει. Άλλωστε δεν έδωσε πληροφορίες για κανέναν σύντροφο όσο και αν του τις ζήτησαν , ούτε και για τον παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Το μόνο που έκανε ήταν να προσποιηθεί. "Ακριβώς έτσι έκανα» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του "Προσποιήθηκα πως αποκήρυξα τις ιδέες μου , έπαιξα ένα ρόλο , ένα θέατρο για να σώσω την οικογένεια μου. Τι θα γινόταν η Γεωργία και τα παιδιά χωρίς εμένα; Τα τρία παιδιά είναι μικρά, του σχολείου και ο Φώτης ετοιμάζεται να πάει φαντάρος. Έχει που έχει βεβαρημένο μητρώο από τη συμμετοχή του στις πορείες και στους Λαμπράκηδες το μόνο που δεν χρειάζεται είναι ένας πατέρας στη φυλακή ή μια εξορία. Όλοι από τα χέρια μου ζουν .Ποιά ιδεολογία είναι ανώτερη από την ηθική υποχρέωση του άντρα να προστατεύει την οικογένεια του; Άλλωστε ζωντανός και ελεύθερος είμαι πιο χρήσιμος από νεκρός ή φυλακισμένος... " Έπειθε έτσι τον εαυτό του προσποιούμενος για λίγο πως ηρεμούσε μα ,δεν περνούσαν λίγες μόνο στιγμές μετά και ένιωθε πάλι το ίδιο μάγκωμα μέσα του και ριχνόταν ξανά στην εξουθενωτική του πάλη. Αν η επιλογή που έκανε ήταν σωστή και η προσποίησή του συνετή πορεία, τότε γιατί αισθανόταν έτσι; Γιατί δεν μπορούσε να ηρεμήσει; Να γαληνέψει; Γιατί δεν μπορούσε πια να χαμογελάσει; Τόσο πολύ βλάπτει μια στιγμή; Μια προσποίηση ,ένα ψέμα; Ακόμα και το "Ζήτω ο Βασιλιάς" που ξεφώνησε μέσα σε αισθήματα απόγνωσης και ντροπής στο στρατοδικείο, δυο λέξεις ήταν μόνο. Δυο λέξεις που δεν εννοούσε, απλά τις είπε για να σώσει την οικογένειά του. Και αυτές στην ουσία τον σώσανε μιας και το δικαστήριο τις έλαβε σοβαρά υπόψη του. Άλλωστε κι η ευχή που του έδωσε έμοιαζε με κατάρα του Βαλααμ. Δεν περάσαν λίγοι μήνες και τον διώξανε τον «μορφονιό» με όλη του τη φαμίλια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Άμα ήξερε πως το «Ζήτω» του θα ταν τέτοια κατάρα θα φώναζε και «Ζήτω ο Παπαδόπουλος» μπας και γλυτώνανε κι από δαύτον. Πόσο θα θελε να χε αποφύγει όλη αυτή την ιστορία! Πόσες φορές δεν είχε σκεφτεί πως θα ταν τα πράγματα αν ήταν περισσότερο προσεκτικός. Αν δεν μιλούσε σ’αυτον που καμωνόταν τον φίλο του ,για τις ειδήσεις που είχε ακούσει από το "Βελιγράδι"! Τι φίδι ήταν αυτό που έκρυβε μέσα στον κόρφο του! Τον πρόδωσε στυγνά στους χωροφύλακες. Και τι δεν θα δίνε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω και να γλιτώσει από τη δύσκολη στιγμή της δίκης! Για έναν ακέραιο άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτα δυσκολότερο από ένα τέτοιο δίλημμα. Από την μια μεριά οι θησαυροί της ψυχής : τα ιδανικά , η ιδεολογία , η ηθική και από την άλλη ότι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος στη γη, την οικογένειά του. Είχε ακούσει κάποτε για μια μάνα από τον Μυστρά που οι Σαρακηνοί έπιασαν αιχμάλωτα τα δυο της αγόρια. Πριν τα κρεμάσουν η μάνα έπεσε στα πόδια του Σαρακήνου παρακαλώντας τον να πάρει εκείνη αντί για τα παιδιά της. Τότε αυτός της έδωσε την επιλογή να διαλέξει έναν απ τους δυο της γιούς να τον αφήσει να φύγει μαζί της. Έτσι ένιωσε κι ο Βασίλης την ώρα της δίκης σαν την μάνα που γνώριζε πως όποιον «γιο» και να επέλεγε θα ήταν σα να σκότωνε τον άλλον. Ο Βασίλης κοίταξε την ώρα .Ήταν 7.30 , γύρισε στη φωτιά και έριξε δυο ξύλα ακόμα να την συντηρήσει. «Τι είναι τελικά η Ιδέα;» ψιθύρισε στη φωτιά «Τι είναι η Ιδέα για να μπορείς να την απαρνηθείς;» Αυτός ήταν ο μεγάλος του αγώνας πια, και όχι οι ενοχές του. Ο Βασίλης μήνες τώρα αξιολογούσε την ζωή του και τις ιδέες του , μόνος απέναντι στον εαυτό του.Αναμετριόταν με το είναι του σε έναν αγώνα σκληρό , αντάξιο όμως ενός ολάκερου ανθρώπου . Η δίκη στην Τρίπολη ήταν απλά η αφορμή , ήταν η αποκάλυψη .Τώρα έπρεπε να καταλάβει τι ήταν όλο αυτό που του αποκαλύφτηκε. Είδε τον εαυτό του να λυγίζει , τους συντρόφους του να λουφάζουν ,το κόμμα του να διασπάτε στα δύο. Ένιωσε για πρώτη φορά να αμφισβητεί το δρόμο που οδηγεί στο «όνειρο». Μιλούσε παλιότερα για τους συντρόφους στη Ρωσία που χτίζουν έναν νέον κόσμο, έναν κόσμο ισότητας , αδελφοσύνης που όλοι υποτάσσονται στις αρχές του δίκαιου καταμερισμού των αγαθών και στα μάτια του έμοιαζαν με τους πρώτους Χριστιανούς ,ναι με τους αγίους , που στην αυγή της πορείας τους μοιράζονταν τα πάντα. «Δικαιοσύνη , ισότητα , αδελφοσύνη!» έλεγε και η ματιά του άστραφταν . Κοιτούσε όμως γύρω του και μελαγχολούσε. Την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή ούτε ένας από τους συντρόφους δεν πρόσφερε ένα χέρι βοήθειας στην οικογένεια του. Ούτε μια επίσκεψη ,ούτε μια κουβέντα παρηγοριάς , λίγο συντροφικό ενδιαφέρον. Ποιά «Ιδεολογία» και ποιες αρχές λοιπόν υπηρετούσαν; Πως θα έφτιαχναν έναν νέο κόσμο αν πρώτα δεν συμπεριφέρονταν με ισότητα και αδελφοσύνη στον παλιό κόσμο αναμεταξύ τους; Σαν χίμαιρες ξεπηδούσαν πάνω του οι σκέψεις και τον βασάνιζαν .Πρώτη φορά ένιωθε να «βλέπει» μα τρόμαζε με το θέαμα. Αξιολογούσε την πορεία του και δάκρυζε, αναρωτιόταν και θύμωνε ,αμφισβητούσε και ντρεπόταν , ένιωθε νικητής και χαμένος κάθε στιγμή. «Οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι..» σκεφτόταν συχνά και αναριγούσε καθώς το μυαλό του αναπόφευκτα ταξίδευε στο βορρά... Όμως το βράδυ που πέρασε είχε πάρει πια την απόφαση του. Εννιά μήνες τώρα «κοιλοπονούσε.» Είχε έρθει η ώρα να λευτερωθεί. Δεν τον βαστούσαν πια φόβοι , ελπίδες κι αμφιβολίες για τίποτα. Ήξερε ποιο ήταν το πόστο του και έπαιρνε θέση.Έριξε στάχτη στα φλεγόμενα ξύλα να σβήσουν .Σηκώθηκε αργά , πήρε το καπέλο του και άνοιξε την πόρτα ... Στο σπίτι η Γεωργία ετοίμασε με ιδιαίτερη περιποίηση τα παιδιά, που βγήκαν χαρούμενα στην πίσω αυλή να παίξουν ικανοποιημένα με το απρόσμενο δώρο του πατέρα τους και πιάστηκε με τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού χωρίς να έχει αντιληφθεί την απουσία του Βασίλη. Ο μεγαλύτερος γιός της ο Φώτης ετοιμαζόταν να βγει βόλτα στην αγορά. Λίγος καιρός του έμενε για τον στρατό και ήθελε να εκμεταλλευτεί τις τελευταίες αυτές μέρες της πολιτικής του ζωής , με όλη την ελαφρότητα που τους αναλογούσε, σε καφενεία με φίλους , βόλτες στην αγορά και φυσικά άφθονο φλερτ στα κορίτσια. Έξω η αγορά βούιζε σαν σφηκοφωλιά. Άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν. Έκαναν τις δουλειές τους ,αλισβέριζαν .Οι χωριάτες που τελείωσαν νωρίς τις δουλειές στην αγορά, κάθονταν αράδα στα μαγειριά πίνοντας και κουβεντιάζοντας σε παρέες. Ξάφνου , ένας ήχος από όργανα αχνακούστηκε μέσα στη βουή της αγοράς χωρίς κανείς να μπορεί να ξεχωρίσει από που προερχόταν. Ακουγόταν πίσω απ την αγορά και πολλοί δεν έδωσαν σημασία,όμως ο ήχος όλο και πλησίαζε υποσκελίζοντας σταδιακά την βουή .Πριν καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει απτήν γωνία του ράφτη πρόβαλαν τρεις μορφές.Οι δυο ήταν τσιγγάνοι και κρατούσαν όργανα .Ο πρώτος, γέρος ξερακιανός με κιτρινισμένα μουστάκια , κρατούσε μια πίπιζα και ο δεύτερος κοντόχοντρος με σμιχτά φρύδια βαρούσε το νταβούλι. Μπροστά τους ένας άντρας γνώριμος σε όλους χόρευε συνεπαρμένος στον ρυθμό των οργάνων κουνώντας με το χέρι ψηλά ένα μπουκέτο μανουσάκια . Ο κόσμος σηκώθηκε απ τα καφενεία να δει τι συμβαίνει , οι γυναίκες βγήκαν περίεργες στα μπαλκόνια ρωτώντας η μια την άλλη γιατί χορεύει ο καλαϊτζής. Η Γεωργία πετάχτηκε κι αυτή έξω ακούγοντας τα όργανα και τις φωνές ,ό Φώτης ήταν ήδη στο μπαλκόνι και κοιτούσε το θέαμα αμίλητος . «Τι κάνει ο πατέρας σου Φώτη ; Τρελάθηκε;» ρώτησε σαστισμένη. «Πρωτομαγιά ..» έκανε αυτός σχεδόν απορροφημένος «Γιορτάζει την πρωτομαγιά» «Καλά μόνος του την γιορτάζει;» «Μόνος του μάνα... μόνος του» της απάντησε και ένα κρυφό χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπό του καθώς γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Η Γεωργία σώπασε για λίγο κοιτάζοντας τον σύντροφο της στο δρόμο να χορεύει. Ο κόσμος μαζευόταν όλο και πιο πολύς, ο Βασίλης όμως δεν έμοιαζε να βλέπει κανέναν. Τα βάρη που κουβαλούσε στην ψυχή του δεν υπήρχαν πια. Είχε λευτερωθεί.. Είχε πια καταλάβει.. Η«Ιδέα» δεν είχε πια πρόσωπο , δεν ήταν το κόμμα , ο Λένιν , η Ρωσία. Η «Ιδέα» είναι ένα μοναχικό λουλούδι που ριζώνει στις καρδιές των ειλικρινών ανθρώπων. Θρέφετε από τα ιδανικά και ομορφαίνει με πράξεις αντάξιες της ωραιότητάς του. Είναι όμως ευαίσθητο και μαραίνετε όπου δεν υπάρχουν αγνά κίνητρα, όταν εισχωρούν τα παράσιτα της ιδιοτέλειας , της ματαιοδοξίας και του ατομισμού. Χάνει την ζωηράδα του με τον εφησυχασμό, μα ζωντανεύει στο φως της αλήθειας. Κάθε άνθρωπος το καλλιεργεί με αγώνα καθώς παλεύει με το θηρίο που κουβαλάει μέσα του, τους φόβους και τα πάθη του. Ποτίζεται με ιδρώτα , δάκρυα και αίμα. Όμως η χαρά που δίνει καθώς ομορφαίνει είναι ανώτερη από όλες τις γήινες, χωμάτινες απολαύσεις , είναι μια ευτυχία βαθιά, υπεράνθρωπη , που γεμίζει και ολοκληρώνει τον άνθρωπο. Γι αυτό κι αυτός χόρευε , χόρευε σε έξταση σαν ένας Βάκχος σε εαρινή γιορτή. Δίχως καμιά ντροπή σαν τον Δαυίδ που χόρευε με όλη του την δύναμη, όμοιος με παράφρονα γύρω απ την κιβωτό της διαθήκης ,αδιαφορώντας που ήταν βασιλιάς. Γύρω του όλος ο κόσμος έμοιαζε ακίνητος . Δεξιοί , αριστεροί , εργάτες ,χωροφύλακες, υπάλληλοι και χωριάτες στέκονταν μουδιασμένοι να τον κοιτούν και αυτός χόρευε ανάμεσα τους δίχως να βλέπει γύρω του γιατί δεν πατούσε πια στη γη. Η Γεωργία γύρισε και έπιασε τον Φώτη απ το μπράτσο .Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα όχι όμως πια από φόβο ή από λύπη. «Αυτός είναι ο πατέρας σου...» του είπε Βασίλης Φ Κοκκότης
Comments