Η τελευταία μου περιπλάνηση με έφερε στο νησί της Τήνου. Πρωί του Ιούνη περπατώ στα στενά της Χώρας που με το πέρασμα της ώρας ολο και ζωντανευει. Βγηκα στον κεντρικό δρόμο ,αυτόν που ανηφορίζει προς την εκκλησία της Παναγίας που στέκει στην κορυφή του λόφου. Αν και πρωί ο ηλιος καίει και οι διαβάτες περπατούν στην σκιερή πλευρά του δρόμου.
Στην άκρη σε εναν διαμορφωμένο διάδρομο , άνθρωποι κάθε ηλικίας γονατιστοί, φορώντας επιγονατίδες ανηφορίζουν αγκομαχώντας προς τον ναό. Αν και ήμουν προετοιμασμένος το θέαμα αυτό με πάγωσε. Νεότερος θα έσπευδα να χλευάσω ,μα δεν είμαι πια τόσο νέος . Παρατηρώ διακριτικά τον αγώνα τους, δεν γνωρίζω ποιοι είναι ,τις ιστορίες που κουβαλούν ,τον πονο που τους οδήγησε στο τάμα τους, την πίστη τους πως ενα σύμβολο αγάπης , μια μητέρα θεά θα τους ήθελε γονατιστους να σέρνονται ανάμεσα σε μαγαζάτορες που διαλαλούν την πραμάτεια τους ,αγιασμούς , λαμπάδες με το μέτρο και εικονίτσες ,χωρίς να τρέμουν κανέναν Ναζωραίο να τους γκρεμίσει τους πάγκους με το μαστίγιο .
Ποια δύναμη ,ποιες ελπίδες, ποιοι φόβοι και ποιες ενοχές ενεργοποιούν αυτά τα ένστικτα στον άνθρωπο αναρωτιέμαι... Δεν διανοούμαι να σηκώσω την μηχανή να τους απαθανατίσω , δεν ειναι θέαμα .Στέκω και τους παρατηρώ σιωπηλός μα στο ακίνητο σώμα μου ξεσπά τρικυμία. Τα μάτια μου γίνονται υγρά απ τους παφλασμούς της ψυχής μου ,το στομάχι μου έχει σφίξει .Όλο το είναι μου πονά . Πονά για τον άνθρωπο που ακόμα σέρνεται , τον άνθρωπο που γονατίζει μπροστά σε θεούς ,αφέντες και εξουσίες . Που υποκλίνεται με υποταγή σε ανθρώπους και λατρεύει ευλαβικά κάθε ειδους παλιά και σύγχρονα είδωλα . Τον άνθρωπο που εναποθέτει τις ελπίδες του σε κάποιον άλλον πάνω απο αυτόν για να του λύσει τα προβλήματα και αναθέτει σε επίγειους ή επουράνιους σωτήρες να πάρουν τις αποφάσεις για την ζωή του.
Ο συνοδοιπόρος μου αναφωνεί : Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα ... Πρώτη φορά τείνω να συμφωνήσω μαζί του,μα κρατιέμαι. Κρατιέμαι επίμονα απο ενα μικρό κλαδάκι που στέκει πεισματικά στην άκρη του γκρεμού που με απειλεί . Το βρηκα ριζωμένο ανάμεσα σε πρόσωπα καθαρά που αντάμωσα το ίδιο βράδυ στο ίδιο νησί, σε πόδια που στέκουν όρθια κόντρα στους ανέμους της εποχής και χέρια που απλώνουν σε βοήθεια και αλληλεγγύη .Το ψηλάφησα σε τρυφερές ανθρώπινες αγκαλιές και εγκάρδιες κουβέντες γεμάτες αγωνιες ,όνειρα και ουτοπίες . Σε μάτια που κοιτάζουν με θάρρος την άβυσσο και ψυχές που αναμετριούνται με τα σκοτάδια τους.
Χωθήκαμε σχεδόν κυνηγημένοι μέσα στα στενά της Χώρας , να γλιτώσουμε απ την κάψα του ήλιου και την θέα του υποταγμένου ανθρώπου .Όμως -δεν ξερω αν ηταν ιδέα μας μα και οι δυο ειμαστε βέβαιοι πως το είδαμε-σε μια σκιέρη καμάρα μακριά απ τους μεγάλους δρόμους ,τους ναους και τα καταστήματα, μια γυναίκα που έμοιαζε γνώριμη, απέριτη χωρις στολίδια και χρυσό ,με ένα μωρό στην αγκαλιά , μας έγνεψε αινιγματικά πριν χαθεί μεσα στα καλντερίμια θαρρείς να γλιτώσει κι αυτή απο τους ανθρώπους ...
Comentários